Ἰσθμός

Ἰσθμός
Ἰσθμ-ός, οῦ, ὁ ( Inscr.Délos 353A29, 34(iii B.C.), but 354.29, and v. infr. 11),
A neck, narrow passage, esp. of the body, neck, Emp.100.19;

ἰ. καὶ ὅρος τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθεος Pl.Ti.69e

: metaph.,

βίου βραχὺν ἰσθμόν S.Fr.568

(lyr.).
2 pharynx, fauces, Gal.18(2).961, Aret.SA1.6.
II neck of land between two seas, isthmus,

ὁ ἰ. τῆς Χερσονήσου Hdt.6.36

; of Athos, Id.7.22;

Κιμμερικός A.Pr.729

;

ὁ ἰ. τῆς Παλλήνης Th.1.56

; ὁ Λευκαδίων ἰ. Id.3.81.
2 Ἰσθμός (also [full] Ἰθμός SIG507 (Delph., iii B.C.), cf. foreg.) ( in Pi., as O.7.81, 8.48), the Isthmus of Corinth, Hdt.8.40, etc.; Ἰσθμοῦ δειράς, αὐχὴν Ἰσθμοῦ, Pi.I.1.9, B.2.7; dat. Ἰσθμῷ prob. f.l. for Ἰσθμοῖ (q.v.) in Th.5.18, AP13.15; but ἐν Ἰσθμῷ correctly in Hdt.9.27,81.
3 narrow ridge, of the Caucasus, between Caspian and Euxine, Arist.Mu.393b25, D.P.20.
4 of the sea, strait, narrow channel, Inscr.Délos Il.cc., App.Hann.34. (Perh.fr. εἶμι (ibo), cf. ἴθμα, εἰς-ίθμη, and the spellings Ἰθμός (supr.),

Ἰθμο-νίκα IG4.951.10

.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἰσθμός — neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμός — neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… …   Dictionary of Greek

  • ισθμός — ο 1. στενή λωρίδα ξηράς που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο κομμάτια ξηράς: Ισθμός της Κορίνθου. 2. στενό τμήμα κάποιου οργάνου του σώματος που ενώνει δύο μεγαλύτερα: Ισθμός μήτρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιεράπετρας, ισθμός — Ισθμός του νομού Λασιθίου, στο Λιβυκό πέλαγος. Βλ. λ. Λασιθίου, νομός …   Dictionary of Greek

  • Ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”